σομφοτης

σομφοτης
    σομφότης
    -ητος ἥ губчатость, пористость
    

(τοῦ πλεύμονος Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σομφοτης" в других словарях:

  • σομφότης — sponginess fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφότητα — σομφότης sponginess fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφότητι — σομφότης sponginess fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφότητα — η / σομφότης, ητος, ΝΑ [σομφός] το να είναι κάτι σομφό, σπογγώδες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»